πολυρραγής

πολυρραγής
-ές Α
(για ποταμό) αυτός που προκαλεί πολλές ρωγμές, ο βίαιος, ή, κατ' άλλους, αυτός που έχει πολλές σχισμάδες, ο πολύσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ρραγής (< συνεσταλμένη βαθμίδα ῥαγ- τού ῥήγνυμι), πρβλ. αιμο-ρραγής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυρραγέος — πολυρραγής with many branches masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”